- νῶντος
- νάωflowpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηέω — και δωρ. τ. ναέω (Α) (επκ. εκτετ. τ.) 1. επισωρεύω, στοιβάζω, σωριάζω («ἐπ αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά», Ομ. Οδ.) 2. (γενικά) συσσωρεύω 3. (και το μέσ.) φορτώνω, γεμίζω («νῆα ἅλις χρυσοῡ καὶ χαλκοῡ νηησάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek